- ὀλιγοπότης
- ὀλῐγο-πότης, ου, ὁ,A one who drinks little, Ath.10.419a, Herod.Med. ap. Orib.5.27.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀλιγοπότης — one who drinks little masc nom sg ὀλιγοποτέω drink little imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολιγοπότης — ο (Α ὀλιγοπότης) αυτός που πίνει λίγο, εγκρατής στο ποτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + πότης (< πίνω)] … Dictionary of Greek
ὀλιγοπότας — ὀλιγοπότᾱς , ὀλιγοπότης one who drinks little masc acc pl ὀλιγοπότᾱς , ὀλιγοπότης one who drinks little masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek